διαφθαρτικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_11) |
(big3_11) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφθαρτικός''': -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, [[Πολυδ]]. Ε΄, 132. | |lstext='''διαφθαρτικός''': -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, [[Πολυδ]]. Ε΄, 132. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[destructivo]] φάρμακον Arist.<i>Pr</i>.865<sup>a</sup>8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.<i>Lex</i>.s.u. θυμοραϊστής. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 21 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A destructive, fatal, Arist.Pr.865a8, Poll.5.132.
German (Pape)
[Seite 611] ή, όν, verderblich, φάρμακον Poll. 5, 132.
Greek (Liddell-Scott)
διαφθαρτικός: -ή, -όν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Προβλ. 1. 47, Πολυδ. Ε΄, 132.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
destructivo φάρμακον Arist.Pr.865a8, Poll.5.132, c. gen. δ. τῆς ψυχῆς Apollon.Lex.s.u. θυμοραϊστής.