δορίς: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
(6_12) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, [[Πολυδ]]. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]]. | |lstext='''δορίς''': -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ [[μάχαιρα]], δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, [[Πολυδ]]. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. [[Δωρίς]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuchillo]]para desollar, Anaxipp.6.3, Call.<i>Fr</i>.75.11.<br /><b class="num">2</b> [[mesa o tabla donde se desollaba o troceaba]] Ael.Dion.δ 28.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[δείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 21 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.
German (Pape)
[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.
Greek (Liddell-Scott)
δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 cuchillopara desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.
• Etimología: Cf. δείρω.