δολιχαύχην: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(Bailly1_2) |
(big3_12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ενός (ὁ, ἡ)<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[αὐχήν]]. | |btext=ενός (ὁ, ἡ)<br />au long cou.<br />'''Étymologie:''' [[δολιχός]], [[αὐχήν]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(δολῐχαύχην) -ενος<br />[[de largo cuello]] πταναί E.<i>Hel</i>.1487, κύκνος B.16.6, E.<i>IA</i> 794. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A long-necked, πταναί E.Hel. 1487 (lyr.); κύκνος B.15.6, E.IA793 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 654] ενος, langhalsig; κύκνος, πταναί, Eur. I. A. 791 Hel. 1503.
Greek (Liddell-Scott)
δολῐχαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ μακρὸν ἔχων λαιμόν, πταναὶ Εὐρ. Ἑλ. 1487· κύκνος Ψευδευριπ. Ι. Α. 794.
French (Bailly abrégé)
ενός (ὁ, ἡ)
au long cou.
Étymologie: δολιχός, αὐχήν.
Spanish (DGE)
(δολῐχαύχην) -ενος
de largo cuello πταναί E.Hel.1487, κύκνος B.16.6, E.IA 794.