δυσδιαπόρευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιαπόρευτος''': -ον, [[δύσβατος]], ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.
|lstext='''δυσδιαπόρευτος''': -ον, [[δύσβατος]], ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[difícil de atravesar]], [[impracticable]] βουνοί Euagr.Schol.<i>HE</i> 2.13.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 677] schwer zu durchwandern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιαπόρευτος: -ον, δύσβατος, ὄρη καὶ βουνοὶ Εὐάγρ. Ἐκκλ. Ἱστ. 2. 13.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, impracticable βουνοί Euagr.Schol.HE 2.13.