δυσδιοίκητος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
(6_16)
(big3_12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσδιοίκητος''': -ον, δυσκόλως διοικούμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. [[δύσπεπτος]], [[ὀνίσκος]] Ξενοκρ. 31.
|lstext='''δυσδιοίκητος''': -ον, δυσκόλως διοικούμενος, [[Πολυδ]]. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. [[δύσπεπτος]], [[ὀνίσκος]] Ξενοκρ. 31.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de administrar]], [[de preservar]] τὸ τῆς θρησκείας ἄκρατον I.<i>BI</i> 2.391<br /><b class="num">•</b>[[difícil de manejar]] Poll.5.105.<br /><b class="num">2</b> medic. [[difícil de digerir]], [[indigesto]], [[de difícil asimilación]] de alimentos κεστρεύς Xenocr.10, χυμός Archig.71L., τὸ [[γάλα]] Sor.2.9.103, 10.8, κρέα Sor.2.10.48, ἡ τροφή Sor.2.17.22, cf. Aët.4.50, κριθαί <i>Hippiatr</i>.1.16.
}}
}}

Revision as of 12:26, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιοίκητος Medium diacritics: δυσδιοίκητος Low diacritics: δυσδιοίκητος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΙΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dysdioíkētos Transliteration B: dysdioikētos Transliteration C: dysdioikitos Beta Code: dusdioi/khtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to manage, J.BJ2.16.4, Poll.5.105 (vulg. -ητικός).    II hard to digest, Xenocr.31, Sor.1.93.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu verwalten; Poll. 5, 105, wo v. l. δυσδιοικητικός; schwer zu verdauen, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιοίκητος: -ον, δυσκόλως διοικούμενος, Πολυδ. Ε΄, 105 (κοιν. δυσδιοικητικός). ΙΙ. δύσπεπτος, ὀνίσκος Ξενοκρ. 31.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de administrar, de preservar τὸ τῆς θρησκείας ἄκρατον I.BI 2.391
difícil de manejar Poll.5.105.
2 medic. difícil de digerir, indigesto, de difícil asimilación de alimentos κεστρεύς Xenocr.10, χυμός Archig.71L., τὸ γάλα Sor.2.9.103, 10.8, κρέα Sor.2.10.48, ἡ τροφή Sor.2.17.22, cf. Aët.4.50, κριθαί Hippiatr.1.16.