δυσυπομόνητος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(6_16) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσυπομόνητος''': -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ. | |lstext='''δυσυπομόνητος''': -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[insoportable]] ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes <i>Hom</i>.18.6 <i>in Ier</i>.(p.160), cf. <i>Comm.in Mt</i>.13.22, glos. a [[δύσφορος]] Sch.Pi.<i>N</i>.1.85b, glos. a [[δύσοιστος]] Sch.A.<i>Pr</i>.690D. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to abide, Ph.2.287,432, Sor.1.80.
German (Pape)
[Seite 689] schwer auszuhalten, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δυσυπομόνητος: -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
insoportable ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.160), cf. Comm.in Mt.13.22, glos. a δύσφορος Sch.Pi.N.1.85b, glos. a δύσοιστος Sch.A.Pr.690D.