ἐγχωρούντως: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(6_6)
 
(big3_13)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχωρούντως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ [[ἐγχωρέω]], Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.
|lstext='''ἐγχωρούντως''': ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ [[ἐγχωρέω]], Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.
}}
{{DGE
|dgtxt=adv. sobre el part. pres. de [[ἐγχωρέω]] [[en la medida de lo posible]] τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]] τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.<i>Trin</i>.M.39.700D.
}}
}}

Revision as of 12:27, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχωρούντως: ἐπίρρ. ἐκ τῆς μετοχ. τοῦ ἐγχωρέω, Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1014, ἔκδ. Μί.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. pres. de ἐγχωρέω en la medida de lo posible τὸ παντελὲς καὶ πρὸς τὸν υἱὸν ἀπαράλλακτον τῆς φύσεως αὐτοῦ τῇ πίστει ἐ. θεωρήσας Didym.Trin.M.39.700D.