εἰσόδιος: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_17) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσόδιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων [[δικαίωμα]] εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14. | |lstext='''εἰσόδιος''': -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων [[δικαίωμα]] εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">A</b> <b class="num">1</b>[[relativo a la entrada]] ἔργα <i>SEG</i> 30.156.8 (Atenas III d.C.), ὑπὸ τοῦ εἰσοδίου δαίμονος por el dios que preside la entrada</i> Iren.Lugd.<i>Haer</i>.2.33.2, [[ἄνθος]] εἰσόδιον flores para celebrar la entrada</i> ref. a la costumbre de esparcir flores para celebrar la llegada de alguien, Gr.Naz.M.35.1113C, λόγος εἰ. discurso inaugural</i> Sud.s.u. [[εἰσιτήριος]].<br /><b class="num">2</b> [[que entra de visita]], [[visitante]] διὰ γειτόνων καὶ τῶν ἄλλων εἰσοδίων Antip.<i>Stoic</i>.3.254 (cód.), ταύτην ... εἰσοδίαν οὖσαν a ésta que estaba de visita</i> D.H.11.29.<br /><b class="num">B</b> subst. τὸ εἰ.<br /><b class="num">I</b> econ.<br /><b class="num">1</b> [[ingresos]], <i>PPetr</i>.2.16.4 (III a.C.), gener. en plu. <i>PHib</i>.116 introd. (III a.C.), <i>OMich</i>.1031 (II d.C.), λόγος εἰσοδίων προσφορᾶς εἰς τὴν μονήν <i>PNess</i>.79.25, cf. 44, 56 (VII d.C.), εἰσόδια· πρόσοδοι. ἀναλώματα Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[cuota de ingreso]] en una asociación <i>ID</i> 1521.17 (II a.C.), en el gimnasio <i>SEG</i> 8.641.8 (Egipto II/I a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[entrada]], [[acción de entrar]] Thdt.<i>Da</i>.11.13.<br /><b class="num">2</b> τὸ εἰ., ὁ εἰ. [[umbral]], [[entrada]] a una casa, Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.322.17, 326.10.<br /><b class="num">III</b> lit. [[proemio]] ἀκούσαντες ... ὅσον εἰσόδιον escuchando sólo el proemio</i> Aristid.<i>Or</i>.4.22. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 21 August 2017
English (LSJ)
ον (α, ον D.H.11.29),
A going or coming in, Suid., Zonar. : εἰσόδιοι, οἱ, visitors, Antip. ap. Stob.4.22.103 (s.v.l.), cf. D.H. l.c. : εἰσόδιον, τό, income, revenue, PPetr.2p.54 (iii B.C.) : pl., PHib.1.116 (iii B.C., -εια Pap.), Thd.Da.11.13. II εἰσόδιον, τό, introduction to a speech, Aristid. 2.321 J.
German (Pape)
[Seite 744] den Eingang betreffend, dazu gehörig, Sp; οἱ εἰσόδιοι εἴσω, die Besuchenden, Antp. Stob. fl. 70, 13; τὰ εἰσόδια, nach Hesych. das Einkommen; bei LXX. der Einzug.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσόδιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον, Διον. Ἁλ. IV. 2231, 10· ὁ ἔχων δικαίωμα εἰσόδου, Γρηγ. Ναζ. Ι. 1128Β· - ὡς οὐσ. τὰ εἰσόδια (α΄) ἔσοδα, εἰσοδήματα, «εἰσόδια· πρόσοδοι, ἀναλώματα» Ἡσύχ., Θεοδοτ. Δαν. ια΄, 13· (β΄) τὰ εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, ἑορτὴ Ἐκκλησιαστικὴ πρὸς ἀνάμνησιν τῆς εἰς τὸν ναὸν εἰσόδου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀγομένη τῇ 21 Νοεμβρίου, Ὡρολόγιον τὸ Μέγα, Κουροπ. 80, 15· - εἰσόδιοι, οἱ, ἐπισκέπται, Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβαίῳ 428. 14.
Spanish (DGE)
-α, -ον
A 1relativo a la entrada ἔργα SEG 30.156.8 (Atenas III d.C.), ὑπὸ τοῦ εἰσοδίου δαίμονος por el dios que preside la entrada Iren.Lugd.Haer.2.33.2, ἄνθος εἰσόδιον flores para celebrar la entrada ref. a la costumbre de esparcir flores para celebrar la llegada de alguien, Gr.Naz.M.35.1113C, λόγος εἰ. discurso inaugural Sud.s.u. εἰσιτήριος.
2 que entra de visita, visitante διὰ γειτόνων καὶ τῶν ἄλλων εἰσοδίων Antip.Stoic.3.254 (cód.), ταύτην ... εἰσοδίαν οὖσαν a ésta que estaba de visita D.H.11.29.
B subst. τὸ εἰ.
I econ.
1 ingresos, PPetr.2.16.4 (III a.C.), gener. en plu. PHib.116 introd. (III a.C.), OMich.1031 (II d.C.), λόγος εἰσοδίων προσφορᾶς εἰς τὴν μονήν PNess.79.25, cf. 44, 56 (VII d.C.), εἰσόδια· πρόσοδοι. ἀναλώματα Hsch.
2 cuota de ingreso en una asociación ID 1521.17 (II a.C.), en el gimnasio SEG 8.641.8 (Egipto II/I a.C.).
II 1entrada, acción de entrar Thdt.Da.11.13.
2 τὸ εἰ., ὁ εἰ. umbral, entrada a una casa, Gr.Nyss.Hom. in Eccl.322.17, 326.10.
III lit. proemio ἀκούσαντες ... ὅσον εἰσόδιον escuchando sólo el proemio Aristid.Or.4.22.