ἐξανάστημα: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
(6_21)
(big3_15)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξανάστημα''': τό, «διὰ τὰ [[ἔνθεν]] καὶ [[ἐκεῖθεν]] οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.
|lstext='''ἐξανάστημα''': τό, «διὰ τὰ [[ἔνθεν]] καὶ [[ἐκεῖθεν]] οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[elevación]], [[alzado]] plu. concr. quizá [[construcciones]], [[edificios]] οἰκοδομήματα ἢ [[ἄλλως]] ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα <i>Anon.Iud</i>.6.386.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανάστημα Medium diacritics: ἐξανάστημα Low diacritics: εξανάστημα Capitals: ΕΞΑΝΑΣΤΗΜΑ
Transliteration A: exanástēma Transliteration B: exanastēma Transliteration C: eksanastima Beta Code: e)cana/sthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A erection, Eust.1719.39 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανάστημα: τό, «διὰ τὰ ἔνθεν καὶ ἐκεῖθεν οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα» Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1719. 39.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
elevación, alzado plu. concr. quizá construcciones, edificios οἰκοδομήματα ἢ ἄλλως ἐξαναστήματα Eust.1719.39, fig. τὰ τῆς εἰδωλολατρίας ἐξαναστήματα Anon.Iud.6.386.