ἐξαιθριάζω: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(6_6)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαιθριάζω''': ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ [[ἁπλῶς]] ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος [[ὅπως]] καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ [[ὕδωρ]] οὐδὲν [[ἀποδεῖ]] χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.
|lstext='''ἐξαιθριάζω''': ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ [[ἁπλῶς]] ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος [[ὅπως]] καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ [[ὕδωρ]] οὐδὲν [[ἀποδεῖ]] χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[dejar]], [[exponer al aire libre]], [[al sereno]] medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.<i>Int</i>.35, cf. <i>Nat.Mul</i>.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας <i>Gp</i>.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ <i>Hippiatr.Lugd</i>.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.<i>Epid</i>.2.3.1, cf. <i>Com.Adesp</i>.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.
}}
}}

Revision as of 12:30, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιθριάζω Medium diacritics: ἐξαιθριάζω Low diacritics: εξαιθριάζω Capitals: ΕΞΑΙΘΡΙΑΖΩ
Transliteration A: exaithriázō Transliteration B: exaithriazō Transliteration C: eksaithriazo Beta Code: e)caiqria/zw

English (LSJ)

   A expose to sun and air, Hp.Int.35, Dsc.5.16, Apollon. ap.Gal.12.478:—Pass., Com.Adesp. in PLond.ined.2294 (iii/ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 863] der freien Luft aussetzen, lüften, Hippocr. u. Sp.; οἶνον, bei Ath. III, 124 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ ἁπλῶς ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος ὅπως καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ ὕδωρ οὐδὲν ἀποδεῖ χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.

Spanish (DGE)

dejar, exponer al aire libre, al sereno medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.Int.35, cf. Nat.Mul.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας Gp.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ Hippiatr.Lugd.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.Epid.2.3.1, cf. Com.Adesp.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.