ἐξαιθριάζω
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
expose to sun and air, Hp.Int.35, Dsc.5.16, Apollon. ap.Gal.12.478:—Pass., Com.Adesp. in PLond.ined.2294 (iii/ii B. C.).
Spanish (DGE)
dejar, exponer al aire libre, al sereno medic., farm. λευκῶν ἰσχάδων χοίνικα ἑψήσας ... ἐξαιθριάσαι Hp.Int.35, cf. Nat.Mul.15, περιθεὶς ὀθόνιον ἐξαιθρίαζε Dsc.5.16, cf. 2.30, 134, ὕδωρ Gal.17(2).158, ἐξαιθριάσας, τουτέστι διαψύξας Gp.4.15.13, ἐξαιθρίαζε ἡμέρας γ̅ Hippiatr.Lugd.152, cf. Orib.5.4.2, en v. pas. ἐξ οἵων (διαχωρημάτων) δὴ καὶ ἐξαιθριαζομένων Hp.Epid.2.3.1, cf. Com.Adesp.1056.20, δίδοται δὲ πᾶν ἐξαιθριασθέν Dsc.2.49.2, para conseguir agua fresca (ὕδωρ) ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις Protagorid.3, de metales en alquimia, Anon.Alch.28.8.
German (Pape)
[Seite 863] der freien Luft aussetzen, lüften, Hippocr. u. Sp.; οἶνον, bei Ath. III, 124 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιθριάζω: ἐκθέτω εἰς τὸν καθαρὸν καὶ ψυχρὸν ἀέρα τῆς νυκτὸς ἢ ἁπλῶς ἀφίνω ἐν ὑπαίθρῳ, Ἱππ. 551. 44, Διοσκ. 5. 24˙ ἐπὶ ὕδατος ὅπως καταστῇ ψυχρόν, ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις κεραμέαις ἐπὶ τῶν μετεωροτάτων μερῶν τῆς οἰκήσεως Ἀθήν. 124Ε˙ τὸ ὕδωρ οὐδὲν ἀποδεῖ χιόνος ἐξαιθριασθὲν Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 3. 10, 7.
Greek Monolingual
(Α ἐξαιθριάζω) αιθριάζω
(για νερό) εκθέτω στον δροσερό, νυχτερινό αέρα για να κρυώσει («τὴν γὰρ ἡμέραν ἀνηλιάζοντες αὐτὸ τῆς νυκτός... τὸ λοιπὸν ἐξαιθριάζουσιν ἐν ὑδρίαις»).