ἔξαστις: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_12) |
(big3_15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔξαστις''': -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· [[ἔνιοι]] μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ [[ἄκρων]] τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, [[ἔνθα]] ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. [[δίασμα]] ΙΙ. κροσσός, [[θύσανος]], Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει. | |lstext='''ἔξαστις''': -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· [[ἔνιοι]] μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ [[ἄκρων]] τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, [[ἔνθα]] ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. [[δίασμα]] ΙΙ. κροσσός, [[θύσανος]], Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> acent. ἐξάστις Hp. en Erot.38.3, en Gal.19.98<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. ac. -ιας Hp.<i>Off</i>.11]<br />[[orillo]], [[reborde]], [[fleco de una vestimenta]] κιθὼν Λύδιος ἔξαστιν ὑακινθίνην ἔχων <i>IG</i> 12(6).261.13, cf. 16 (Samos IV a.C.), de telas usadas en vendajes ὀθόνια κοῦφα, λεπτὰ ... μὴ ἔχοντα συρραφάς, μηδ' ἐξάστιας Hp.<i>Off</i>.11, cf. Heliod. en Orib.46.19.3, Phot.ε 1118.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[ἄσμα]], [[ἄττομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 21 August 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A selvage of linen or cloth, Hp.Off.11, Heliod. ap. Orib.46.19.2 (pl.): ἔξεστις in Gal.18(2).791. II fringe, Michel 832.15 (Samos, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 873] ιος, ἡ, auch ἔξεστις (vgl. Lob. Paralipp. p. 441), herausstehende Fäden am Gewebe, um Troddeln zu machen, auch die Fäden, die beim Zerzupfen der Leinwand zu Charpie entstehen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἔξαστις: -ιος, ἡ, τὸ «ξέφτημα» σχισθέντος ὑφάσματος, ἐπὶ ἐπιδέσμων, παρασκευάζειν δὲ ὀθόνια κοῦφα, λεπτά, μαλθακά... μὴ ἔχοντα συρραφὰς μηδ’ ἐξαστίας (γρ. ἐξάστιας) Ἱππ. π. Ἰητρ. 744· - «ἐξαστίας· ἔνιοι μὲν τὰ ἐπανιστάμενα ἐξ ἄκρων τῶν σχισθέντων ὀθονίων λίνα, καὶ ἀπὸ τῶν ῥακῶν τὰς κρόκας· ἐμοὶ δὲ καὶ τὰ πρὶν σχισθῆναι προὔχοντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὀνομάζειν δοκεῖ» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. ἐξήγ. 468, πρβλ. Ἐρωτιαν. 154, ἔνθα ἡ ὀνομ. γράφεται ἐξάστις παροξυτόνως· πρβλ. δίασμα ΙΙ. κροσσός, θύσανος, Ἐπιγρ. παρὰ Hicks 90 ἐν τέλει.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: acent. ἐξάστις Hp. en Erot.38.3, en Gal.19.98
• Morfología: [plu. ac. -ιας Hp.Off.11]
orillo, reborde, fleco de una vestimenta κιθὼν Λύδιος ἔξαστιν ὑακινθίνην ἔχων IG 12(6).261.13, cf. 16 (Samos IV a.C.), de telas usadas en vendajes ὀθόνια κοῦφα, λεπτὰ ... μὴ ἔχοντα συρραφάς, μηδ' ἐξάστιας Hp.Off.11, cf. Heliod. en Orib.46.19.3, Phot.ε 1118.
• Etimología: Cf. ἄσμα, ἄττομαι.