estar en desacuerdo: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(2) |
(No difference)
|
Revision as of 07:06, 22 August 2017
Spanish > Greek
ἀνταποφαίνω, ἀπᾴδω, διαφωνέω, διχοφωνέω, ἀσυμφωνέω, ἀνομολογέω, διχογνωμέω, διχογνωμονέω, ἀντιδιαστατέω, ἀναρμοστέω, διχοστατέω, ἀμφισβητέω, ἀναίνομαι, ἀντιμαρτυρέω, ἐκμελής