ἀντιμαρτυρέω
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
appear as witness against, Ar.Fr.437; contradict, τινί Plu.2.418a; opp. συμφωνεῖν, Polystr.p.10W.; especially in Epicurus' Logic, disprove by fact or experience, Ep.1p.10U., al.; so ἀ. πρὸς τὴν αἴσθησιν Plu.2.447c: abs., Id.Alc.21, cf. Gal.4.735: c. acc., ἀ. τὰ εἰρημένα Plot.6.4.4:—Pass., to be disproved, invalidated, Epicur. Ep.1p.11U., al.
Spanish (DGE)
I 1testimoniar en contra en gener. c. dat. desmentir, contradecir ὁ χρησμὸς ... τῇ προσποιήτῳ εὐηθείᾳ Ph.1.223, cf. Plu.2.418a
•abs. Ar.Fr.437, τῆς ἐπιγραφῆς ἀντιμαρτυρούσης Plu.Alc.21
•c. ac. τὰ εἰρημένα Plot.6.4.4, cf. Sch.Il.21.356 en POxy.221.17.14.
2 entre los epicúreos, por parte de los datos de la experiencia testimoniar en contra, contradecir ἵνα μὴ τὰ φαινόμενα ἀντιμαρτυρῇ a fin de que los datos no estén en contra Epicur.Ep.[2] 55.9, οὐθὲν ἀντιμαρτυρεῖ τῶν φαινομένων Epicur.Ep.[2] 47.8, cf. [3] 92.4.7, οὐθαμ[ῇ] ἀντιμαρτ[υ] ροῦσα Polystr.12.25, τῷ μὴ ἀντιμ[αρ] τυρῆ[σ] αι Phld.Sign.Fr.4.9
•c. dat. τῷδε τῷ κόσμῳ Epicur.Ep.[3] 88.10, πρὸς τὴν αἴσθησιν Plu.2.447c
•simplemente ir en contra, estar en desacuerdo ταῖς δ' ὕλαις Gal.4.735
•en v. pas. Epicur.[1] 34.2, 3, Ep.[2] 50.10, 51.9, 10, [3] 88.2, Fr.[24.41] 20, [37.59] 3.
II atestiguar por su parte κατὰ πρόσωπον LXX 2Ma.7.6.
German (Pape)
[Seite 255] dagegen als Zeuge auftreten, widersprechen, Ar. bei Ath. VI, 247 a; Plut. Alc. 21; def. orac. 14 u. sonst, τινί u. πρός τινα.
French (Bailly abrégé)
ἀντιμαρτυρῶ :
témoigner contre, gén. ou πρός et l'acc. ; protester solennellement.
Étymologie: ἀντί, μαρτυρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμαρτῠρέω: свидетельствовать против, показывать обратное (Arph.; τινι и πρός τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμαρτῠρέω: μαρτυρῶ κατά τινος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 382: μαρτυρῶ τὸ ἐναντίον, τινὶ ἢ πρός τι Πλουτ. Ἀλκ. 21., 2. 471C· τινὸς αὐτόθι 418Α.
Greek Monotonic
ἀντιμαρτῠρέω: μέλ. -ήσω, εμφανίζομαι ως μάρτυρας κατηγορίας, αντικρούω ενόρκως, τινί, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to appear as witness against, to contradict solemnly, τινί Plut.