διαφωνέω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A to be a discord, in Music, Aristox.Harm.p.45M.; to be out of tune, Pl.Grg. 482b.
2 generally, disagree, Id.Lg.860a, etc.; δ. περί τινος Arist.Metaph.1085b36; διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων there is a discrepancy in the accounts, Plb.21.43.23; τῷ ῥηθέντι Pl.Plt. 292b, etc.; ἀλλήλοις συμφωνεῖν ἢ δ. Id.Phd.101d; τῷ ψευδεῖ δ. τἀληθές Arist.EN1098b12,al.; πρὸς τὴν ἀήθειαν Iamb.Myst.9.3:—Pass., διαπεφώνηται = it has been disputed, D.H.1.45.
3 fail to answer roll-calls, desert, LXX Ex.24.11, al.; δ. ἐν μηδενὶ τῶν ἀγαθῶν fail, Ph.Fr.59 H.: metaph. of promises, fail, be found wanting, LXX 3 Ki.8.56.
b to be lost, perish, SIG521.25 (Amorgos, iii B.C.), 611.10 (Delph., ii B.C.), Agatharch.84, S.E.M.1.267; of plants or animals, BGU530.31 (i B. C.), Hippiatr.2; διαπεφωνήκαμεν = we are lost, LXX Ez.37.11; to be lost, of things, PSI5.527.15 (iii B. C.); of books, D.S.16.3:—in pf. Pass., PRein.17.14 (ii B. C.).
Spanish (DGE)
A intr.
I de pers. y abstr.
1 discrepar, estar en desacuerdo, ser contradictorio οὐκ ἂν διαφωνοῦντα παρέχοι τὸν λόγον; ¿no haría contradictorio el razonamiento? Pl.Lg.860a, διαφωνήσει τό τε δίκαιον καὶ τὸ καλόν Pl.Lg.860a, cf. 859a, Arist.EN 1169a15, Pol.1334b35, EE 1249a11, Str.2.1.8, Ph.1.352, I.Ap.1.293, D.L.9.76, S.E.M.1.267
•c. dat. de abstr. estar en desacuerdo con algo τῷ ῥηθέντι Pl.Plt.292b, cf. Arist.EN 1098b12, Epicur.Ep.[3] 93, M.Ant.9.2, tb. c. giro prep. διαφωνεῖν ἐπὶ τῆς ἰδέας τὸν ὅρον Arist.Top.148a19, ὁ νοῦς πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν Arist.EE 1240b34, πρὸς τὴν ἀλήθειαν Iambl.Myst.9.3, κατ' ἔνια Ath.674a, c. ac. de rel. πολλά Str.9.1.6
•c. dat. de pers. estar en desacuerdo con alguien σοι Pl.Grg.482b, cf. Phd.101d, Str.13.1.53, συμβαίνει διαφωνεῖν ἑαυτῷ sucede que se contradice Thphr.Sens.13, c. giro prep. πρὸς τὸν περὶ Σικελίαν καὶ Ἰταλίαν λέγοντα Str.1.2.13, cf. D.S.5.80, D.L.9.95
•c. dat. de rel. diferenciarse en ὀνόματα ... τοῖς γράμμασι διαφωνοῦντα Pl.Cra.394c, cf. Thphr.HP 3.9.8, διὰ τὸ τῇ γλώσσῃ διαφωνεῖν por diferenciarse en la lengua I.AI 5.226, c. giro prep. περὶ τῶν ἀριθμῶν Arist.Metaph.1085b36, περὶ δὲ τῆς ὄψεως Thphr.HP 9.10.1, cf. D.S.5.6, tb. c. ac. int. μεγάλα πρὸς αὐτὸν διαφωνῆσαι tener con él grandes diferencias Iambl.VP 177
•en v. med. diferir τοῖς δὲ (τῶν συγγραφέων) διαπεφώνηται ὁ ... λόγος en otros (escritores) el relato ha sido diferente D.H.1.45, cf. D.S.1.27, τὰ διαφωνούμενα παρὰ τοῖς συγγραφεῦσιν D.S.1.56, διαφωνοῦνται ... αἱ ἀποφάσεις D.L.1.41, cf. 9.95, τῶν πλείστων (τῶν χρονικῶν) διαπεφωνημένων Eun.Hist.1.63, impers. περὶ ... τῆς τοῦ Διὸς γενέσεως ... διαφωνεῖται D.S.5.70.
2 mús. discordar, disonar ἡ λύρα Pl.Grg.482b, cf. Pythag.Ep.7.5, Aristox.Harm.56.19.
II 1de cosas faltar, desaparecer, perderse por diversas circunstancias ἐάν δέ τι διαφωνήσῃ τῶν ἀποδιδομένων χρημάτων si falta algo del dinero entregado Plb.21.43.23, cf. CRIA 167.19 (II a.C.), τὸ διαφώνησαν ἀργύριον ID 399A.40 (II a.C.), τῶν τε χρηματισμῶν ... διαφωνούντων ἐξ ἐτέων ἑβδομήκοντα καὶ ἑπτά Tit.Cam.110.10 (II a.C.), γέγραφεν βύβλους ὀκτὼ πρὸς ταῖς πεντήκοντα, ἐξ ὧν πέντε διαφωνοῦσιν ha escrito cincuenta y ocho libros, de los cuales cinco se han perdido D.S.16.3.8, tb. por robo διεφώνησαν ὑπὸ τῶν λαῶν (δωδεκακισμυρίαι) (sc. δέσμαι) PCair.Zen.368.26 (III a.C.), en v. med. mismo sent. ἵνα ἐμοὶ ... τὰ διαπεφωνημένα ἀποκατασταθείη para que me sean restituidos los objetos desaparecidos, PLugd.Bat.22.10.14 (II a.C.).
2 de pers. perecer, morir τῶν ἐπιλέκτων τοῦ Ἰσραηλ οὐ διεφώνησεν οὐδὲ εἷς LXX Ex.24.11, cf. Nu.31.49, Iu.10.13, Agatharch.84, κινδυνεύει πεσόντος αὐτοῦ (τοῦ τείχους) διαφωνῆσαί τι τῶν σωμάτων si se cae el muro alguna persona corre el riesgo de morir, PPetr.2.13.3 (III a.C.), ὅπως ... μηδὲ διαφωνήσει σῶμα μηθὲν πολιτικόν IG 12(7).386.25 (Egiale III a.C.), πρεσβευτῶν ... ἐν τῇ εἰς οἶκον ἀνακομιδῇ διαφωνησάντων de los embajadores, que en su regreso a casa fueron asesinados, SIG 611.10 (Delfos II a.C.), (τὸ θρεπτόν) PAmst.41.60 (I a.C.), tb. de anim. τὸ ζῷον Hippiatr.2.4, cf. 2.6
•fig. ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, διαπεφωνήκαμεν nuestra esperanza ha muerto, estamos perdidos LXX Ez.37.11, cf. T.Iob.13.1, 27.
•de la tierra y productos agrícolas perderse, echarse a perder τὰ γενήματα PEnteux.63.6 (III a.C.), διαπεφωνηκυῖα (γῆ) por inundación insuficiente PThmouis 1.110.16 (II d.C.), κινδυνεύει τὰ φυτὰ διαφωνῆσαι BGU 530.31 (I d.C.), cf. IStratonikeia 513.35 (III d.C.), ἵνα μηθέν σοι ... [τῶν] οἰναρίων διαφωνήσῃ PSI 666.17 (III a.C.), cf. PLugd.Bat.20.30 (III a.C.)
•de vestidos echarse a perder, quedar inutilizados διαπεφώνηκεν ἱδρῷα γʹ PSI 527.15 (III a.C.).
B tr. proclamar, pronunciar ὅταν διεφώνησαν ταῦτα οἱ ἄγγελοι Apoc.Mos.37.
German (Pape)
[Seite 613] aus einander tönen, nicht übereinstimmen; von der Lyra, καὶ ἀναρμοστεῖν Plat. Gorg. 482 b; Gegensatz συμφωνέω, Phaed. 101 d; συνέπεσθαι, Legg. IX, 859 a; τινί, mit Einem verschiedener Meinung, uneinig sein, τῷ ῥηθέντι ἐμμενοῦμεν ἢ διαφωνήσομεν Plat. Polit. 292 b; Arist. Nic. Eth. 1, 6, 15. 10, 1, 3; ἀλλήλοις pol. 7, 13, u. öfter bei Sp.; auch πρός τινα; – διαφωνεῖται, die Sache ist streitig, D. Sic.; διαπεφώνηται ὁ περὶ αὐτοῦ λόγος D. Hal. 1, 45; – διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων, das Geld stimmt nicht, es fehlt etwas daran, Pol. 22, 26, 23; dah. bei Sp. übh. = fehlen; auch = auskommen, bes. LXX.
French (Bailly abrégé)
διαφωνῶ :
f. διαφωνήσω;
1 être en dissonance, en désaccord : τινι avec qqn;
2 faire défaut, manquer.
Étymologie: διάφωνος.
Russian (Dvoretsky)
διαφωνέω:
1 звучать не в лад, диссонировать (ἀναρμοστεῖν τε καὶ δ. Plat.);
2 реже med. не соглашаться (οὐχ ὁμολογεῖν τινι, ἀλλὰ δ. Plat.): ὁποῖον δ᾽ ἂν ᾖ διαπεφώνηται Sext. относительно чего имеются разногласия;
3 не согласовываться, противоречить (τινι и ἐπί τινος Arst., πρός τι Arst., Plut. и περί τινος Arst.);
4 не сходиться (в подсчете), т. е. не хватать (διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων Polyb.): ὀκτώ, ἐξ ὧν πέντε διαφωνοῦσιν Diod. восемь (книг), из которых пять потеряно;
5 погибать, умирать (Ὀδυσσεὺς ὑπὸ Τηλεγόνου παιδὸς διεφώνησεν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφωνέω: ἠχῶ χωριστά, διαφόρως, διαφέρω τὸν τόνον, τὴν φωνήν, κάμνω παραφωνίαν, ὡς τὸ ἀναρμοστέω, Πλάτ. Γοργ. 482Β. 2) καθόλου, δὲν συμφωνῶ, Πλάτ., κλτ.· δ. περί τινος Ἀριστ. Μεταφ. 12. 9, 14· διαφωνεῖ τι τῶν χρημάτων, οἱ λογαριασμοὶ δὲν συμφωνοῦσι, δὲν ὑπάρχει ἰσοζύγιον, Πολύβ. 22. 26, 23· - δ. τινι, δὲν συμφωνῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολιτ. 292Β, κλτ.· ἀλλήλοις ξυμφωνεῖν ἢ δ. ὁ αὐτ. Φαίδωνι 101D· τῷ ψεύδει δ. τἀληθὲς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 1 καὶ ἀλλ. - Παθ., διαφωνεῖται, ὑπάρχει διαφωνία, διαμφισβητεῖται, Διον. Ἁλ. 1. 45. ΙΙ. ἐκπνέω, ἀποθνήσκω, Ἀγαθαρχ. παρὰ Φωτ. 457. 25, Ἑβδ.· ἐπὶ βιβλίων, βίβλους ὀκτὼ πρὸς ταῖς πεντήκοντα, ἐξ ὧν πέντε διαφωνοῦσιν = ἀπώλοντο, Διόδ. 16. 3.
Greek Monotonic
διαφωνέω: μέλ. -ήσω, είμαι ασύμφωνος, παραφωνώ, σε Πλάτ.· γενικά, διαφωνώ, αντιτίθεμαι, στον ίδ.· τινι με κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to be dissonant, Plat.:—generally, to disagree, Plat.; τινι with one, Plat.