καταμάσσω: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6_1) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμάσσω''': [[ἀποσπογγίζω]], Μαλαλ. σ. 32 Δινδ., «ψήχειν, καταμάσσειν, τρίβειν, ξύειν», τὸ [[σταῖς]], ᾧ κατέμασσον τὰς χεῖρας Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 48., 818. 43· οὕτω μέσ. καταμάττου, Λουκ. Ὄν. 10. «καταμαξάμενος· ἀπομορξάμενος» Ἡσύχ. | |lstext='''καταμάσσω''': [[ἀποσπογγίζω]], Μαλαλ. σ. 32 Δινδ., «ψήχειν, καταμάσσειν, τρίβειν, ξύειν», τὸ [[σταῖς]], ᾧ κατέμασσον τὰς χεῖρας Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 48., 818. 43· οὕτω μέσ. καταμάττου, Λουκ. Ὄν. 10. «καταμαξάμενος· ἀπομορξάμενος» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[frotar]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:29, 22 August 2017
English (LSJ)
A wipe off, Hld.1.2, Palaeph. in Westermann Μυθογράφοι p.310; wipe, τὰς Χεῖρας EM587.48, cf. PMag.Osl.1.213:—Med., Luc.Asin.10. 2 rub, shampoo after a bath, Edict.Diocl.7.75 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1362] abwischen, Sp. – Med. bei Luc. Asin. 10.
Greek (Liddell-Scott)
καταμάσσω: ἀποσπογγίζω, Μαλαλ. σ. 32 Δινδ., «ψήχειν, καταμάσσειν, τρίβειν, ξύειν», τὸ σταῖς, ᾧ κατέμασσον τὰς χεῖρας Ἐτυμολ. Μέγ. 587. 48., 818. 43· οὕτω μέσ. καταμάττου, Λουκ. Ὄν. 10. «καταμαξάμενος· ἀπομορξάμενος» Ἡσύχ.