προμαντεύομαι: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(6_5) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προμαντεύομαι''': ἀπολ., [[προφητεύω]], Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., [[προλέγω]], τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23. | |lstext='''προμαντεύομαι''': ἀπολ., [[προφητεύω]], Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., [[προλέγω]], τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[vaticinar]], [[profetizar]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:31, 22 August 2017
English (LSJ)
A prophesy, foretell, divine, abs., Hdt.3. [125]: c. acc., [ψυχὴ] π. τὰ μέλλοντα Arist.Fr.10; foresee, E.Fr.482; τὸν ὄλεθρόν τινι ἔκ τινος D.C.57.20; π. ὡς . . Luc.DDeor.16.1: c.acc. et inf., Id.DMort.11.2:—Act. προμαντεύω in Plu.Cat.Ma.23.
German (Pape)
[Seite 733] dep. med., vorher weissagen, τὰ μέλλοντα, Luc. Conviv. 17 u. öfter; u. a. Sp.; bei Plut. Cat. mai. 23 auch im activ.
Greek (Liddell-Scott)
προμαντεύομαι: ἀπολ., προφητεύω, Ἡρόδ. 3. 125, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12· μετ’ αἰτ., προλέγω, τι Εὐρ. Ἀποσπ. 485· τὸν ὄλεθρόν τινι Δίων Κ. 57. 20· πρ. ὡς..., Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 1· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 11. 2. ― Ἐνεργ., προμαντεύω παρὰ Πλουτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβ. 23.