φύλαξις: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
(6_8) |
(eksahir) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φύλαξις''': -εως, ἡ [[φρούρησις]], τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. [[ἀσφάλεια]], Εὐρ. Ἑλ. 506. | |lstext='''φύλαξις''': -εως, ἡ [[φρούρησις]], τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· [[συχν]]. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. [[ἀσφάλεια]], Εὐρ. Ἑλ. 506. | ||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[protección]] | |||
}} | }} |
Revision as of 10:32, 22 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A watching, guarding, ὕπνου φυλάξεις S.Fr.432.9, cf. Aq.Is.26.3. II a security, E.Hel.506 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1314] ἡ, Bewachung, Beschützung, Beobachtung; im plur. Soph. frg. 379; ἔχει μοι δισσὰς φυλάξεις Eur. Hel. 513.
Greek (Liddell-Scott)
φύλαξις: -εως, ἡ φρούρησις, τὸ φυλάττειν, ὕπνου φυλάξεις Σοφ. Ἀποσπ. 379. 6· συχν. παρὰ τοῖς Βυζ. ΙΙ. ἀσφάλεια, Εὐρ. Ἑλ. 506.