στρουθίον: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_22) |
(strοng) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρουθίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), [[σμηκτρὶς]] [[βοτάνη]], «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου [[ῥίζα]] Ἱππ. 571. 54· [[κλαδίσκος]] ἢ [[στέφανος]] ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 ([[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται [[στρούθειον]], (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963. | |lstext='''στρουθίον''': τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), [[σμηκτρὶς]] [[βοτάνη]], «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου [[ῥίζα]] Ἱππ. 571. 54· [[κλαδίσκος]] ἢ [[στέφανος]] ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 ([[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται [[στρούθειον]], (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=[[diminutive]] of strouthos (a [[sparrow]]); a [[little]] [[sparrow]]: [[sparrow]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A στρουθός 1, Anaxandr.7, Arist.HA539b33, 613a29, LXX To.2.10, Ps.10(11).1, al., Ev.Matt.10.29, Gal.6.435; τὸ σ. ἡ συκαλίς Id.15.882; στρουθίν, Gloss. II στρούθιον, v. στρούθειος 111.
German (Pape)
[Seite 956] τό, 1) dim. von στρουθός, Arist. H. A. 5, 2. 9, 7; Sperling, N. T., z. B. Ev. Matth. 10, 29. – 2) sc. ῥιζίον, Seifenkraut, zum Reinigen der Wolle gebraucht, βαφικὴ βοτάνη, Luc. Alex. 12; Thcophr. u. Diosc. – 3) στρουθία od. στρούθια μῆλα, auch στρούθειον, Birnquitte, nach Galen., de sanit. tuend. c. ult., τὰ Κυδωνίων μήλων τὰ μείζω καὶ ἡδίω καὶ ἧττον στρυφνά, ἃ στρούθια καλοῦσιν οἱ κατὰ τὴν ἡμετέραν Ἀσίαν Ἕλληνες; so auch Theophr. u. Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
στρουθίον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀντ.» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4., 9. 7, 10. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ στρουθὸς (ΙΙ), σμηκτρὶς βοτάνη, «σαπουνόχορτον», φυτὸν χρήσιμον εἰς κάθαρσιν ἐρίων, «τσουένι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3, κ. ἀλλ., Ἡσύχ.· στρουθίου ῥίζα Ἱππ. 571. 54· κλαδίσκος ἢ στέφανος ἐκ τοῦ φυτοῦ τουτου, Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισι» 2 (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως στρουθὸς ΙΙΙ), πρβλ. Ἀθήν. 679Β· φέρεται στρούθειον, (-εῖον διάφ. γρ.), Ὀρφ. Ἀργ. 963.
English (Strong)
diminutive of strouthos (a sparrow); a little sparrow: sparrow.