ψόθοιος: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6_15) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψόθοιος''': -ον, [[ἀκάθαρτος]], [[ῥυπαρός]], Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 2, 53. 28· ― παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 76, πιθανῶς [[ἀναγνωστέον]], [[πλέω]] γράσου τε καὶ ψόθου, ἴδε Dobr. ἐν τῷ Πίνακι εἰς Φώτ., Bgk. παρὰ τῷ Meineke Com. Gr. τ. 2, σ. 1224. | |lstext='''ψόθοιος''': -ον, [[ἀκάθαρτος]], [[ῥυπαρός]], Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 2, 53. 28· ― παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 76, πιθανῶς [[ἀναγνωστέον]], [[πλέω]] γράσου τε καὶ ψόθου, ἴδε Dobr. ἐν τῷ Πίνακι εἰς Φώτ., Bgk. παρὰ τῷ Meineke Com. Gr. τ. 2, σ. 1224. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ, και τ. αρσ. ψοθοιός, ὁ, Α<br />([[κυρίως]] [[κατά]] τον Θεόγνωστ.) [[ακάθαρτος]], [[ρυπαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. [[ψόθος]] (Ι)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1401] ὁ, Schmutz, Aesch. frg. in Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
ψόθοιος: -ον, ἀκάθαρτος, ῥυπαρός, Θεόγνωστ. ἐν Κραμ. Ὀξ. Ἀν. τ. 2, 53. 28· ― παρ’ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 76, πιθανῶς ἀναγνωστέον, πλέω γράσου τε καὶ ψόθου, ἴδε Dobr. ἐν τῷ Πίνακι εἰς Φώτ., Bgk. παρὰ τῷ Meineke Com. Gr. τ. 2, σ. 1224.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και τ. αρσ. ψοθοιός, ὁ, Α
(κυρίως κατά τον Θεόγνωστ.) ακάθαρτος, ρυπαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόθος (Ι)].