ψευδόστομα: Difference between revisions

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
(6_22)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψευδόστομα''': τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον [[στόμα]] (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.
|lstext='''ψευδόστομα''': τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον [[στόμα]] (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br />κλειστή [[εκβολή]] ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 06:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόστομα Medium diacritics: ψευδόστομα Low diacritics: ψευδόστομα Capitals: ΨΕΥΔΟΣΤΟΜΑ
Transliteration A: pseudóstoma Transliteration B: pseudostoma Transliteration C: psevdostoma Beta Code: yeudo/stoma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A the false or blind mouth of a river, Str.17.1.18(pl.).

German (Pape)

[Seite 1395] τό, falsche, unächte Mündung, Strabo XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόστομα: τό, ψευδὲς ἢ πεφραγμένον στόμα (ἐκβολὴ) ποταμοῦ, Στράβ. 801.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
κλειστή εκβολή ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + στόμα.