ψυχοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_17) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψῡχοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Κύριλλ. | |lstext='''ψῡχοκτόνος''': -ον, ὁ ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Κύριλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο / [[ψυχοκτόνος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που καταστρέφει την [[ψυχή]], [[ψυχοφθόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1404] die Seele tödtend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων τὴν ψυχήν, Κύριλλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / ψυχοκτόνος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που καταστρέφει την ψυχή, ψυχοφθόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.