χρυσών: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(6_22) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσών''': -ῶνος, ὁ, [[θησαυρός]], Βυζ. | |lstext='''χρῡσών''': -ῶνος, ὁ, [[θησαυρός]], Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶνος, ὁ, ΜΑ<br />[[θησαυροφυλάκιο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ χρυσῶνες</i><br />οι κατασκευαστές [[χρυσών]] νομισμάτων σε [[νομισματοκοπείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσῶ</i> «[[επιχρυσώνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ών</i>, -<i>ῶνος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀγ</i>-<i>ών</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A treasure, PLips.102.7 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1383] ῶνος, ὁ, der Schatz, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσών: -ῶνος, ὁ, θησαυρός, Βυζ.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, ΜΑ
θησαυροφυλάκιο
μσν.
στον πληθ. οἱ χρυσῶνες
οι κατασκευαστές χρυσών νομισμάτων σε νομισματοκοπείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσῶ «επιχρυσώνω» + επίθημα -ών, -ῶνος (πρβλ. ἀγ-ών)].