χρυσοκόμη: Difference between revisions
From LSJ
(6_9) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρῡσοκόμη''': ἡ, [[φυτόν]] τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. [[χρυσίτης]]. | |lstext='''χρῡσοκόμη''': ἡ, [[φυτόν]] τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. [[χρυσίτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] θαμνωδών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />μικρό φρυγανώδες [[φυτό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κόμη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερασ</i>-[[κόμη]]). Ως όρος της βοτ., η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>chrysocoma</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασ-κόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].