αδάμαστος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(1) |
(No difference)
|
Revision as of 06:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδάμαστος, -ον)
1. ακατάβλητος, άκαμπτος, ακατανίκητος
2. (για ζώα) αυτός που δεν δαμάστηκε ή δεν είναι δυνατόν να δαμαστεί, να τιθασευτεί, να εξημερωθεί, ο ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δαμάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀδαμαστί.