αιματώ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(1)
(No difference)

Revision as of 06:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
(-άω)
(Α αἱματῶ) αἷμα
διψώ για αίμα.———————— (II)
αἱματῶ (-όω) (Α)
1. αιματώνω, βρέχω με αίμα
2. σφάζω, φονεύω
3. μεταβάλλω (την τροφή) σε αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα.
ΠΑΡ. αρχ. αἱμάτωσις.