αἰσχυντικός: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(big3_2) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da vergüenza]] αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.<i>in Rh</i>.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas</i>, <i>Et.Gud</i>.355.32S.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.<i>Hipp</i>.345.<br /><b class="num">2</b> prob. [[que tiene vergüenza]], [[tímido]], <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).138.22. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que da vergüenza]] αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.<i>in Rh</i>.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas</i>, <i>Et.Gud</i>.355.32S.<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.<i>Hipp</i>.345.<br /><b class="num">2</b> prob. [[que tiene vergüenza]], [[tímido]], <i>Cat.Cod.Astr</i>.11(2).138.22. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[αἰσχυντικός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που προκαλεί [[αισχύνη]], [[ντροπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ρημ. επίθ. <i>αἰσχυντὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[αἰσχύνω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
•subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.
Greek Monolingual
αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].