αλλοίωση: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλλοίωσις]])<br />η [[μεταβολή]], η [[μετατροπή]], η [[διαφοροποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νοθεία]], [[παραποίηση]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) [[αποσύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανομοιότητα]], [[διαφορά]]<br /><b>2.</b> [[σύγχυση]] φρενών, [[παραφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>(Γραμμ.)</b> ασύντακτο [[σχήμα]], το λεγόμενο ανακόλουθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλοιῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοιώσιμος]]].
|mltxt=η (Α [[ἀλλοίωσις]])<br />η [[μεταβολή]], η [[μετατροπή]], η [[διαφοροποίηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[νοθεία]], [[παραποίηση]]<br /><b>2.</b> (για τρόφιμα, φάρμακα <b>κ.λπ.</b>) [[αποσύνθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανομοιότητα]], [[διαφορά]]<br /><b>2.</b> [[σύγχυση]] φρενών, [[παραφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>(Γραμμ.)</b> ασύντακτο [[σχήμα]], το λεγόμενο ανακόλουθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλλοιῶ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλλοιώσιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοίωσις)
η μεταβολή, η μετατροπή, η διαφοροποίηση
νεοελλ.
1. νοθεία, παραποίηση
2. (για τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) αποσύνθεση
αρχ.
1. ανομοιότητα, διαφορά
2. σύγχυση φρενών, παραφροσύνη
3. (Γραμμ.) ασύντακτο σχήμα, το λεγόμενο ανακόλουθο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοιώσιμος].