αναισθησιολόγος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(3)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[γιατρός]] ειδικευμένος στην [[εφαρμογή]] τεχνητής αναισθησίας [[κατά]] τις χειρουργικές επεμβάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναισθησία]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>anesthesiologist</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναισθησιολογία]]].
|mltxt=ο<br />[[γιατρός]] ειδικευμένος στην [[εφαρμογή]] τεχνητής αναισθησίας [[κατά]] τις χειρουργικές επεμβάσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναισθησία]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]<br />πρβλ. αγγλ. <i>anesthesiologist</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναισθησιολογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:33, 23 December 2018

Greek Monolingual

ο
γιατρός ειδικευμένος στην εφαρμογή τεχνητής αναισθησίας κατά τις χειρουργικές επεμβάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + -λόγος (< λέγω
πρβλ. αγγλ. anesthesiologist.
ΠΑΡ. αναισθησιολογία].