ανθρακοβριθής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(4)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ούς), -ές<br />αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που [[είναι]] [[γεμάτος]] άνθρακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεώτ. [[λόγια]] σύνθετη λ. <span style="color: red;"><</span> [[άνθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεμοβριθής</i>, [[ανθοβριθής]])].
|mltxt=(-ούς), -ές<br />αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που [[είναι]] [[γεμάτος]] άνθρακες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νεώτ. [[λόγια]] σύνθετη λ. <span style="color: red;"><</span> [[άνθος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βριθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[βρίθω]] (πρβλ. <i>ανεμοβριθής</i>, [[ανθοβριθής]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 23 December 2018

Greek Monolingual

(-ούς), -ές
αυτός που έχει πολλούς άνθρακες, που είναι γεμάτος άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγια σύνθετη λ. < άνθος + -βριθής < βρίθω (πρβλ. ανεμοβριθής, ανθοβριθής)].