αρρενομανής: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρρενομανής]], ο (Α)<br />αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική [[σχέση]] [[μαζί]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ανδρομανής]], [[γυναιμανής]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀρρενομανής]], ο (Α)<br />αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική [[σχέση]] [[μαζί]] τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άρρην]], -<i>ενος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (πρβλ. [[ανδρομανής]], [[γυναιμανής]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀρρενομανής, ο (Α)
αυτός που τρελαίνεται για άντρες, για σαρκική σχέση μαζί τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, γυναιμανής κ.ά.)].