αφία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
(7) |
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> ( | |mltxt=[[ἀφία]], η (Α)<br />το [[φυτό]] [[αφία]] η [[μεγανθής]], [[ζοχαδόχορτο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] του Θεοφράστου με το <i>αφιέναι</i> (το [[άνθος]]) του [[αφίημι]] «[[εκφύω]], [[παράγω]], [[βγάζω]] (για φυτά)» οφείλεται [[μάλλον]] σε [[παρετυμολογία]] [[παρά]] την [[προσπάθεια]] να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. <i>apium</i> «[[σέλινο]]» και με ιλλυρ. <i>ap</i>- «[[νερό]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:25, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἀφία, η (Α)
το φυτό αφία η μεγανθής, ζοχαδόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του Θεοφράστου με το αφιέναι (το άνθος) του αφίημι «εκφύω, παράγω, βγάζω (για φυτά)» οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία παρά την προσπάθεια να δικαιολογηθεί σημασιολογικά. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. που υποστηρίχθηκε ότι συνδέεται με λατ. apium «σέλινο» και με ιλλυρ. ap- «νερό»].