έκτωρ: Difference between revisions
From LSJ
(11) |
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕκτωρ]]<br />α) [[είδος]] άγκυρας<br />β) [[κεκρύφαλος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ» <br />δ) (ως κύρ. όνομ.) <i>Ἕκτωρ</i> στον Όμηρ.<br />το [[στήριγμα]], ο [[προστάτης]], ο [[υπερασπιστής]] της Τροίας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:20, 14 January 2019
Greek Monolingual
ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.