Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έκτωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(11)
 
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἕκτωρ]]<br />α) [[είδος]] άγκυρας<br />β) [[κεκρύφαλος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ» <br />δ) (ως κύρ. όνομ.) <i>Ἕκτωρ</i> στον Όμηρ.<br />το [[στήριγμα]], ο [[προστάτης]], ο [[υπερασπιστής]] της Τροίας.
|mltxt=[[ἕκτωρ]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει [[γερά]] (και επίθ. του [[Διός]])<br />(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (<b>Λυκόφρ.</b>)<br />συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἕκτωρ]]<br />α) [[είδος]] άγκυρας<br />β) [[κεκρύφαλος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ» <br />δ) (ως κύρ. όνομ.) <i>Ἕκτωρ</i> στον Όμηρ.<br />το [[στήριγμα]], ο [[προστάτης]], ο [[υπερασπιστής]] της Τροίας.
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ.ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.