αγλαός: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀγλαός]], -ή, -όν και -ός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[λαμπερός]], [[φωτεινός]], [[ακτινοβόλος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ωραίος]], φημισμένος, [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀγλαός]], -ή, -όν και -ός, -όν (Α)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) [[λαμπερός]], [[φωτεινός]], [[ακτινοβόλος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[ωραίος]], φημισμένος, [[ευγενής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]], που συνδέεται με τα [[γαλήνη]], <i>ἀγάλλομαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγλαΐα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀγλαΐζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀγλαέθειρος]], [[ἀγλαόγυιος]], [[ἀγλαόδενδρος]], [[ἀγλαόδωρος]], [[ἀγλαόθρονος]], [[ἀγλαόκαρπος]], [[ἀγλαόκουρος]], [[ἀγλαόκωμος]], [[ἀγλαόμητις]], [[ἀγλαοτρίαινα]], [[ἀγλαόφωνος]], [[ἀγλαώψ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀγλαόκοιτος]], [[ἀγλαόπυργος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀγλαός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α)
1. (για πράγματα) λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος
2. (για πρόσωπα) ωραίος, φημισμένος, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < ἀγλαός, που συνδέεται με τα γαλήνη, ἀγάλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγλαΐα
αρχ.-μσν.
ἀγλαΐζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγλαέθειρος, ἀγλαόγυιος, ἀγλαόδενδρος, ἀγλαόδωρος, ἀγλαόθρονος, ἀγλαόκαρπος, ἀγλαόκουρος, ἀγλαόκωμος, ἀγλαόμητις, ἀγλαοτρίαινα, ἀγλαόφωνος, ἀγλαώψ
μσν.
ἀγλαόκοιτος, ἀγλαόπυργος.