αγλαόκολπος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόκολπος]], -ον (Α)<br />(για γυναίκες) αυτή που φοράει [[φόρεμα]] με κομψές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]].
|mltxt=[[ἀγλαόκολπος]], -ον (Α)<br />(για γυναίκες) αυτή που φοράει [[φόρεμα]] με κομψές πτυχές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλπος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόκολπος, -ον (Α)
(για γυναίκες) αυτή που φοράει φόρεμα με κομψές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κόλπος.