ενσωματώνω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνσωματῶ, -όω) [[σωματώ]]<br />[[ενσαρκώνω]], [[αποτελώ]] την υλική [[υπόσταση]] ή το [[υπόδειγμα]] μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνενώνω]] ή [[παρεμβάλλω]] στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα [[σώμα]] ή ένα οργανικό [[σύνολο]].
|mltxt=(AM ἐνσωματῶ, [[ἐνσωματόω]]) [[σωματώ]]<br />[[ενσαρκώνω]], [[αποτελώ]] την υλική [[υπόσταση]] ή το [[υπόδειγμα]] μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συνενώνω]] ή [[παρεμβάλλω]] στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα [[σώμα]] ή ένα οργανικό [[σύνολο]].
}}
}}

Latest revision as of 15:57, 20 March 2024

Greek Monolingual

(AM ἐνσωματῶ, ἐνσωματόω) σωματώ
ενσαρκώνω, αποτελώ την υλική υπόσταση ή το υπόδειγμα μιας έννοιας, αξίας κ.λπ.
νεοελλ.
συνενώνω ή παρεμβάλλω στοιχεία ώστε να αποτελέσουν ένα σώμα ή ένα οργανικό σύνολο.