επιούσα: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(13)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἐπιούσα)<br />(θηλ. της μτχ. [[επιών]] του [[έπειμι]] ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[ημέρα]]) η επομένη, η ακόλουθη [[μέρα]] (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῡσαν πολιορκεῑν», <b>Πολ.</b><br />β. «έφθασε την [[επιούσα]]»).
|mltxt=η (Α ἐπιούσα)<br />(θηλ. της μτχ. [[επιών]] του [[έπειμι]] ως ουσ. [[κατά]] [[παράλειψη]] του ονόμ. [[ημέρα]]) η επομένη, η ακόλουθη [[μέρα]] (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», <b>Πολ.</b><br />β. «έφθασε την [[επιούσα]]»).
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

η (Α ἐπιούσα)
(θηλ. της μτχ. επιών του έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη του ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν πολιορκεῖν», Πολ.
β. «έφθασε την επιούσα»).