έργμα: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(14)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔργμα]], τὸ (Α)<br />[[έργο]], [[πράξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του αοριστικού θ. του [[έρδω]] «[[εργάζομαι]], [[πράττω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> μέλλ. <i>έρξω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έργ</i>-<i>σω</i>, παρακμ. <i>έ</i>-<i>οργ</i>-<i>α</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ἕργμα]], τὸ (Α)<br />[[φραγμός]], [[περίφραγμα]] («πρὸς [[ἕργμα]] τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο του <i>εἵργω</i>, δασυνομένου τ. του [[εἴργω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἔργμα]], τὸ (Α)<br />[[έργο]], [[πράξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράγωγο του αοριστικού θ. του [[έρδω]] «[[εργάζομαι]], [[πράττω]]» (πρβλ. μέλλ. <i>έρξω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έργ</i>-<i>σω</i>, παρακμ. <i>έ</i>-<i>οργ</i>-<i>α</i>)].<br /><b>(II)</b><br />[[ἕργμα]], τὸ (Α)<br />[[φραγμός]], [[περίφραγμα]] («πρὸς [[ἕργμα]] τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Παράγωγο του <i>εἵργω</i>, δασυνομένου τ. του [[εἴργω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

(I)
ἔργμα, τὸ (Α)
έργο, πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του αοριστικού θ. του έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].
(II)
ἕργμα, τὸ (Α)
φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του εἵργω, δασυνομένου τ. του εἴργω.