έργμα

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

(I)
ἔργμα, τὸ (Α)
έργο, πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του αοριστικού θ. του έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].
(II)
ἕργμα, τὸ (Α)
φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του εἵργω, δασυνομένου τ. του εἴργω.