έργμα
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Greek Monolingual
(I)
ἔργμα, τὸ (Α)
έργο, πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του αοριστικού θ. του έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].
(II)
ἕργμα, τὸ (Α)
φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Παράγωγο του εἵργω, δασυνομένου τ. του εἴργω.