ἔργμα

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔργμα Medium diacritics: ἔργμα Low diacritics: έργμα Capitals: ΕΡΓΜΑ
Transliteration A: érgma Transliteration B: ergma Transliteration C: ergma Beta Code: e)/rgma

English (LSJ)

(ἔργμα Pi.N.4.6), ἔργματος, τό, poet. for ἔργον, work, deed, business, h.Hom.27.20, 32.19, Thgn.29, Archil.70, Sol.4.11, Pi.N.l.c., A.Th.556, Eu.501(lyr.); ἔργμασιν ἐν πολέμου (poetic for ἐν ἔργμασιν πολέμου) = in labours of war Epigr. (= IG12.394) ap.Hdt.5.77: rare in Prose, as Democr.43, Perict. ap. Stob.4.28.19, Procl. in Prm.p.590S.

German (Pape)

[Seite 1020] τό, 1) = ἔργον, das Werk, die Tat, Handlung, H. h. 27, 20. 32, 19; Hes. Th. 823; Archil. 46; Pind. oft, immer ἕργμα geschr.; Sol. bei Plut. gol. 25; Tragg.; Inscr. bei Her. 5, 77; auch sp. D., wie Alcaeus 7 (VII, 1); selten in Prosa, wie Perict. Stob. flor. 85, 19. – 21 (εἴργω) auch ἕργμα geschrieben, Umzäunung, Hindernis, Hippocr.; Arist. part. an. 2, 15. Vgl. Soph. Ant. 841 u. Lob. Ai. 753 ed. II.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
œuvre, action, affaire.
Étymologie: ἔρδω.

Russian (Dvoretsky)

ἔργμα: ατος τό HH, Hes., Aesch., Her., Anth. = ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

ἔργμα: (παρὰ Πινδ. ἕργμα), τό, ποιητ. ἀντὶ ἔργον, ἀθανάτων βουλῇ τε καὶ ἔργμασιν ἔξοχ’ ἀρίστους Ὁμ. Ὕμν. 27. 20., 32. 19, Θέογν. 29, Ἀρχίλ. 65, Σόλων 3. 12, Βακχυλ. 13. 17 (ἔκδ. Blass), συχνάκις παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 556, Ἱκέτ. 500· σπαν. παρὰ πεζογράφοις, ὡς παρὰ τῇ Περικτ. ἐν Στοβ. 487. 24.

English (Slater)

ἔργμα (ἔργματι; -άτων, -ασιν. ἕργ- codd. def. Forssman, 28ff.; ἔργ- Schr.) achievement, exploit ῥῆμα δ' ἐργμάτων χρονιώτερον βιοτεύει (N. 4.6) ὕμνος δὲ τῶν ἀγαθῶν ἐργμάτων βασιλεῦσιν ἰσοδαίμονα τεύχει φῶτα (N. 4.84) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.33) μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Schr.: ἐφ' ἕργματι, ἅρμασιν codd.) (I. 1.47) διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί (I. 4.42) ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38. esp., in athletic contests, ἅρμα δ' ὀτρύνει Χρομίου Νεμέα τ ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) οὐ ψεῦδιςμάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων (N. 7.49) ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τέλος (I. 1.27) frag. ]ἁ δ' ἔρ[γ]μασι[ Παρθ. 2. 73.

Greek Monolingual

(I)
ἔργμα, τὸ (Α)
έργο, πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του αοριστικού θ. του έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].
(II)
ἕργμα, τὸ (Α)
φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του εἵργω, δασυνομένου τ. του εἴργω.

Greek Monotonic

ἔργμα: -ατος, τό (*ἔργω), έργο, κατόρθωμα, ασχολία, εργασία, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἔργμα, ατος, τό, [*ἔργω
a work, deed, business, Theogn., Aesch., etc.

English (Woodhouse)

affair, work

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)