αδικία: Difference between revisions

(1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀδικία]], [[ιωνικός]] [[τύπος]] αδικίη), [[νεοελληνικός]] [[τύπος]] και [[αδικιά]]<br /><b>1.</b> το να πράττει [[κανείς]] το άδικο<br />«αυτό που θες να κάνεις [[είναι]] [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«Κροῑσον [[ὕστερον]] τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η άδικη [[πράξη]], [[αδίκημα]], [[παρανομία]]<br />«τον αδίκησε πολύ στη [[διανομή]], του 'κανε [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατηγορία]] για ανύπαρκτο [[αδίκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[ἄδικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδικιάρης]]].
|mltxt=η (Α [[ἀδικία]], [[ιωνικός]] [[τύπος]] αδικίη), [[νεοελληνικός]] [[τύπος]] και [[αδικιά]]<br /><b>1.</b> το να πράττει [[κανείς]] το άδικο<br />«αυτό που θες να κάνεις [[είναι]] [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«Κροῖσον [[ὕστερον]] τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»<br /><b>2.</b> η [[ίδια]] η άδικη [[πράξη]], [[αδίκημα]], [[παρανομία]]<br />«τον αδίκησε πολύ στη [[διανομή]], του 'κανε [[μεγάλη]] [[αδικία]]»<br />«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατηγορία]] για ανύπαρκτο [[αδίκημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> [[ἄδικος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αδικιάρης]]].
}}
{{trml
|trtx====[[injustice]]===
Arabic: ظُلْم‎, جَوْر‎; Armenian: անարդարություն; Aromanian: nidriptati, adichii, strãmbãtati; Asturian: inxusticia; Belarusian: несправядлі́васць, бяспраўе, беззаконне; Bulgarian: несправедливост, беззаконие; Catalan: injustícia; Cebuano: inhustisya; Chinese Mandarin: 不平, 不公平; Czech: bezpráví; Danish: uretfærdighed; Dutch: [[onrecht]]; Finnish: epäoikeudenmukaisuus, vääryys; French: [[injustice]]; Galician: inxustiza; Georgian: უსამართლობა; German: [[Unrecht]]; Greek: [[αδικία]]; Ancient Greek: [[ἀδίκημα]], [[ἀδικία]], [[ἀδικίη]], [[παρανόμησις]], [[τὰ ἄδικα]], [[τὸ ἀδικον]]; Haitian Creole: abi; Hungarian: igazságtalanság; Japanese: 不正, 不公平; Korean: 불법, 부정, 불공평; Latin: [[iniuria]]; Macedonian: неправда; Manx: aggair; Ngazidja Comorian: udhulumifu; Old English: unrihtwīsnes; Persian: ظلم‎, بی‌عدالتی‎, بی‌انصافی‎; Polish: niesprawiedliwość; Portuguese: [[injustiça]]; Romanian: nedreptate, injustiție, strâmbătate; Russian: [[несправедливость]], [[бесправие]], [[беззаконие]]; Scottish Gaelic: eucoir; Serbo-Croatian Roman: бѐспра̄вље, безакоње, нѐпра̄вда; Roman: bèsprāvlje, bezákonje, nèprāvda; Slovak: bezprávie; Slovene: krivica; Spanish: [[injusticia]]; Swahili: dhuluma; Swedish: orättvisa; Tagalog: labag sa katarungan; Thai: ความไม่เป็นธรรม; Turkish: adaletsizlik; Ukrainian: несправедливість, безправ'я, беззаконня; Vietnamese: sự bất công
}}
}}

Latest revision as of 14:29, 6 February 2024

Greek Monolingual

η (Α ἀδικία, ιωνικός τύπος αδικίη), νεοελληνικός τύπος και αδικιά
1. το να πράττει κανείς το άδικο
«αυτό που θες να κάνεις είναι μεγάλη αδικία»
«Κροῖσον ὕστερον τούτων ἄρξαντα ἀδικίης κατεστρέψατο»
2. η ίδια η άδικη πράξη, αδίκημα, παρανομία
«τον αδίκησε πολύ στη διανομή, του 'κανε μεγάλη αδικία»
«νόμους... ἐπ' ἀδικίᾳ τῆς πόλεως τιθέασι»
νεοελλ.
κατηγορία για ανύπαρκτο αδίκημα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἄδικος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδικιάρης].

Translations

injustice

Arabic: ظُلْم‎, جَوْر‎; Armenian: անարդարություն; Aromanian: nidriptati, adichii, strãmbãtati; Asturian: inxusticia; Belarusian: несправядлі́васць, бяспраўе, беззаконне; Bulgarian: несправедливост, беззаконие; Catalan: injustícia; Cebuano: inhustisya; Chinese Mandarin: 不平, 不公平; Czech: bezpráví; Danish: uretfærdighed; Dutch: onrecht; Finnish: epäoikeudenmukaisuus, vääryys; French: injustice; Galician: inxustiza; Georgian: უსამართლობა; German: Unrecht; Greek: αδικία; Ancient Greek: ἀδίκημα, ἀδικία, ἀδικίη, παρανόμησις, τὰ ἄδικα, τὸ ἀδικον; Haitian Creole: abi; Hungarian: igazságtalanság; Japanese: 不正, 不公平; Korean: 불법, 부정, 불공평; Latin: iniuria; Macedonian: неправда; Manx: aggair; Ngazidja Comorian: udhulumifu; Old English: unrihtwīsnes; Persian: ظلم‎, بی‌عدالتی‎, بی‌انصافی‎; Polish: niesprawiedliwość; Portuguese: injustiça; Romanian: nedreptate, injustiție, strâmbătate; Russian: несправедливость, бесправие, беззаконие; Scottish Gaelic: eucoir; Serbo-Croatian Roman: бѐспра̄вље, безакоње, нѐпра̄вда; Roman: bèsprāvlje, bezákonje, nèprāvda; Slovak: bezprávie; Slovene: krivica; Spanish: injusticia; Swahili: dhuluma; Swedish: orättvisa; Tagalog: labag sa katarungan; Thai: ความไม่เป็นธรรม; Turkish: adaletsizlik; Ukrainian: несправедливість, безправ'я, беззаконня; Vietnamese: sự bất công