ακαδημαϊκότητα: Difference between revisions
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η [[ακαδημαϊκός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ακαδημαϊκού, [[αυτού]] δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Ακαδημία]]<br /><b>2.</b> ο [[ακαδημαϊκός]] [[χαρακτήρας]] ενός έργου, ο [[ακαδημαϊσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η [[ακαδημαϊκός]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ακαδημαϊκού, [[αυτού]] δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην [[Ακαδημία]]<br /><b>2.</b> ο [[ακαδημαϊκός]] [[χαρακτήρας]] ενός έργου, ο [[ακαδημαϊσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. <i>academisme</i> <span style="color: red;"><</span> <i>academique</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. λ. <i>academicus</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>academia</i> <span style="color: red;"><</span> ελλ. [[Ἀκαδήμεια]], <i>Ἀκαδημία</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:45, 29 December 2020
Greek Monolingual
η ακαδημαϊκός
1. η ιδιότητα του ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία
2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ. academicus < λατ. academia < ελλ. Ἀκαδήμεια, Ἀκαδημία].