θᾶσσον: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thasson
|Transliteration C=thasson
|Beta Code=qa=sson
|Beta Code=qa=sson
|Definition=Att. θᾶττον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ταχύς]]. θάσσουσα· <b class="b3">σπεύδουσα</b>, Hsch.</span>
|Definition=Att. [[θᾶττον]], v. [[ταχύς]]. θάσσουσα· [[σπεύδουσα]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{elru
|elrutext='''θᾶσσον:''' атт. [[θᾶττον]] compar. n к [[ταχύς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάσσον]] και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)<br />(επίρρ. συγκρ. του [[ταχέως]]) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — [[γρήγορα]] ή [[αργά]], [[κάποτε]], [[οπωσδήποτε]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
|mltxt=[[θάσσον]] και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)<br />(επίρρ. συγκρ. του [[ταχέως]]) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — [[γρήγορα]] ή [[αργά]], [[κάποτε]], [[οπωσδήποτε]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ταχύς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θᾶσσον:''' Αττ. [[θᾶττον]], ουδ. αντί [[θάσσων]], ως επίρρ.
}}
}}

Latest revision as of 09:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾶσσον Medium diacritics: θᾶσσον Low diacritics: θάσσον Capitals: ΘΑΣΣΟΝ
Transliteration A: thâsson Transliteration B: thasson Transliteration C: thasson Beta Code: qa=sson

English (LSJ)

Att. θᾶττον, v. ταχύς. θάσσουσα· σπεύδουσα, Hsch.

Russian (Dvoretsky)

θᾶσσον: атт. θᾶττον compar. n к ταχύς.

Greek (Liddell-Scott)

θᾶσσον: Ἀττ. θᾶττον, ἴδε ἐν λ. ταχύς.

English (Slater)

θᾱσσον
   a swiftly θᾶσσον ἔντυεν (P. 4.181)
   b comp. adv., swifter καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου (O. 9.24)

Greek Monolingual

θάσσον και νεώτ. αττ. τ. θαττον (Α)
(επίρρ. συγκρ. του ταχέως) ταχύτερα (συν. στη φρ. «θᾶττον ἤ βράδιον» — γρήγορα ή αργά, κάποτε, οπωσδήποτε).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ταχύς.

Greek Monotonic

θᾶσσον: Αττ. θᾶττον, ουδ. αντί θάσσων, ως επίρρ.