θειόχρους: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(16)
 
m (pape replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=θειόχρους
|Medium diacritics=θειόχρους
|Low diacritics=θειόχρους
|Capitals=ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
|Transliteration A=theióchrous
|Transliteration B=theiochrous
|Transliteration C=theiochrous
|Beta Code=qeio/xrous
|Definition=-ουν, ''contr.'' from [[θειόχροος]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>χρους</i>, <i>μελανό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=-ουν και -οος, -οο (Α [[θειόχρους]], -ουν, και -οος, -οον)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θείου, του θειαφιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρως</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[άχρους]], [[μελανόχρους]]].
}}
{{pape
|ptext=zusammengezogen aus [[θειόχροος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόχρους Medium diacritics: θειόχρους Low diacritics: θειόχρους Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: theióchrous Transliteration B: theiochrous Transliteration C: theiochrous Beta Code: qeio/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. άχρους, μελανόχρους].

German (Pape)

zusammengezogen aus θειόχροος.