εφορώ: Difference between revisions
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)<br />[[επιβλέπω]], [[εποπτεύω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιστοιχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[επιβλέπω]], [[κοιτάζω]] από [[πάνω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς ή για τη [[θεία]] [[πρόνοια]]) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]]<br /><b>3.</b> [[επισκέπτομαι]] («ἐποψόμενος | |mltxt=(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)<br />[[επιβλέπω]], [[εποπτεύω]], [[παρατηρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αστρολ.</b> [[έρχομαι]] σε [[αντιστοιχία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον ήλιο) [[επιβλέπω]], [[κοιτάζω]] από [[πάνω]]<br /><b>2.</b> (για θεούς ή για τη [[θεία]] [[πρόνοια]]) [[προσέχω]], [[παρακολουθώ]]<br /><b>3.</b> [[επισκέπτομαι]] («ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη [[λαμπρή]] [[ευωχία]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για στρατηγό) [[επιθεωρώ]]<br /><b>5.</b> [[βλέπω]], [[θεωρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὁρῶ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:29, 6 February 2024
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)
επιβλέπω, εποπτεύω, παρατηρώ
νεοελλ.
αστρολ. έρχομαι σε αντιστοιχία
αρχ.
1. (για τον ήλιο) επιβλέπω, κοιτάζω από πάνω
2. (για θεούς ή για τη θεία πρόνοια) προσέχω, παρακολουθώ
3. επισκέπτομαι («ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη λαμπρή ευωχία, Πίνδ.)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. βλέπω, θεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρῶ].