εφορώ
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
(ΑΜ ἐφορῶ, -άω)
επιβλέπω, εποπτεύω, παρατηρώ
νεοελλ.
αστρολ. έρχομαι σε αντιστοιχία
αρχ.
1. (για τον ήλιο) επιβλέπω, κοιτάζω από πάνω
2. (για θεούς ή για τη θεία πρόνοια) προσέχω, παρακολουθώ
3. επισκέπτομαι («ἐποψόμενος δαῖτα κλυτάν» — για να επισκεφθεί τη λαμπρή ευωχία, Πίνδ.)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. βλέπω, θεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρῶ].