ιξοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
(17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]], <i>ιο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ἰξοβόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἰξοβόλος]]<br />ο [[ιξευτής]], ο [[κυνηγός]] πτηνών με [[ιξόβεργα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιξός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]) [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]], [[ιοβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 24 August 2021

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ.ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκοβόλος, ιοβόλος.