ἰσχυροπαίκτης: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischyropaiktis | |Transliteration C=ischyropaiktis | ||
|Beta Code=i)sxuropai/kths | |Beta Code=i)sxuropai/kths | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχυροπαίκτου, ὁ, [[one who plays valiantly]], IG14.1535, ''Delph.''3(1).216, Vett.Val.4.17. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχυροπαίκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης. | |mltxt=[[ἰσχυροπαίκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσχυροπαίκτου, ὁ, one who plays valiantly, IG14.1535, Delph.3(1).216, Vett.Val.4.17.
Greek Monolingual
ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης.