ιστιούχος: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] τεντωμένο [[κατά]] [[μήκος]] του ιστού [[πάνω]] στο οποίο προσδένεται στο [[ιστίο]], κν. βαρδαβέλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευν</i>-<i>ούχος</i>, <i>κλειδ</i>-<i>ούχος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο<br /><b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] τεντωμένο [[κατά]] [[μήκος]] του ιστού [[πάνω]] στο οποίο προσδένεται στο [[ιστίο]], κν. βαρδαβέλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστίον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>), [[πρβλ]]. [[ευνούχος]], [[κλειδούχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον ναυτικόν</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
ναυτ. σχοινί τεντωμένο κατά μήκος του ιστού πάνω στο οποίο προσδένεται στο ιστίο, κν. βαρδαβέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -οῦχος (< ἔχω), πρβλ. ευνούχος, κλειδούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].