καθαροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθαροπώλης]], ὁ (Α)<br />[[αρτοποιός]] που πουλάει καθαρό, [[λευκό]] άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετοιμο</i>-[[πώλης]], <i>παντο</i>-[[πώλης]].
|mltxt=[[καθαροπώλης]], ὁ (Α)<br />[[αρτοποιός]] που πουλάει καθαρό, [[λευκό]] άρτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>), [[πρβλ]]. [[ετοιμοπώλης]], [[παντοπώλης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 24 August 2021

Greek Monolingual

καθαροπώλης, ὁ (Α)
αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμοπώλης, παντοπώλης.